Καρκίνος Τραχήλου της Μήτρας
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι μία κακοήθης νεοπλασία που αναπτύσσεται στον τράχηλο, το κατώτερο τμήμα της μήτρας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε εμμένουσα λοίμωξη από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), ιδιαίτερα από τύπους υψηλού κινδύνου, όπως οι HPV 16 και 18. Αν και ο HPV είναι το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, μόνο ένα μικρό ποσοστό των γυναικών θα αναπτύξει τελικά καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Στα αρχικά στάδια, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας συνήθως δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα. Συχνά ανιχνεύεται μετά από στοχευμένες εξετάσεις, όπως βιοψία υπό κολποσκοπικό έλεγχο, οι οποίες πραγματοποιούνται μετά από ύποπτο εύρημα στον προληπτικό έλεγχο με Τεστ Παπανικολάου ή/και στο τεστ ανίχνευσης HPV DNA.
Η εξέλιξη της νόσου είναι συνήθως αργή και ξεκινά από προκαρκινικές αλλοιώσεις (CIN), οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν έγκαιρα μέσω τακτικού γυναικολογικού ελέγχου, προλαμβάνοντας την ανάπτυξη καρκίνου.
Αίτια και Παράγοντες Κινδύνου
- Λοίμωξη με υψηλού κινδύνου υπότυπους του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), όπως οι 16, 18, 31, 33, 39, 45 κ.ά.
- Πολλαπλοί σεξουαλικοί σύντροφοι
- Μικρή ηλικία έναρξης σεξουαλικών επαφών
- Έλλειψη προληπτικού ελέγχου (Τεστ Παπανικολάου, HPV DNA test)
- Κάπνισμα
- Ανοσοκαταστολή: άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως σε λοίμωξη από HIV ή άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα
- Ισως, η μακροχρόνια λήψη αντισυλληπτικών δισκίων.
Συμπτώματα
- Μεσοκυκλική αιμορραγία: είναι η εμφάνιση αιματηρής έκκρισης ή κηλίδων (spotting) εκτός των ημερών της φυσιολογικής εμμήνου ρύσεως.
- Αυξημένες εκκρίσεις από τον κόλπο
- Πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή
- Διαταραχή της ούρησης ή αιματουρία, ή και ολιγουρία αν ο όγκος έχει διηθήσει το πυελικό τοίχωμα και κατ’ επέκταση τους ουρητήρες.
Αν και τα παραπάνω συμπτώματα δεν σχετίζονται μόνο με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο γυναικολογικός έλεγχος είναι απαραίτητος προς αποκλεισμό του.
Πρόληψη
Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι από τους λίγους τύπους καρκίνου που μπορούν να προληφθούν σε μεγάλο βαθμό, αρκεί να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα πρόληψης και να υπάρχει συνέπεια στον γυναικολογικό έλεγχο.
- Τακτικός γυναικολογικός έλεγχος: Ο συνδυασμός τεστ Παπανικολάου (PAP test) και μοριακού ελέγχου για τον ιό HPV (HPV DNA test) επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση προκαρκινικών αλλοιώσεων, οι οποίες αντιμετωπίζονται πριν εξελιχθούν σε διηθητικό καρκίνο.
- Εμβολιασμός κατά του ιού HPV: Τα διαθέσιμα εμβόλια προστατεύουν έναντι των πιο επικίνδυνων τύπων του ιού που σχετίζονται με προκαρκινικές αλλοιώσεις και καρκίνο του τραχήλου. Ο εμβολιασμός είναι αποτελεσματικότερος όταν χορηγείται πριν από την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας, αλλά μπορεί να είναι ωφέλιμος και αργότερα.
- Διακοπή του καπνίσματος: Η νικοτίνη και άλλες τοξικές ουσίες του καπνού επηρεάζουν αρνητικά το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνουν την ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει τον ιό HPV.
- Χρήση προφυλακτικού: Παρότι δεν εξαλείφει πλήρως τον κίνδυνο μετάδοσης, μειώνει σημαντικά την πιθανότητα μόλυνσης με τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), ο οποίος αποτελεί την κύρια αιτία του καρκίνου τραχήλου.
- Περιορισμός του αριθμού σεξουαλικών συντρόφων: Η σεξουαλική συμπεριφορά συνδέεται με τον κίνδυνο έκθεσης σε υψηλού κινδύνου γονότυπους του ιου HPV.
Διάγνωση
Η διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας βασίζεται σε έναν συνδυασμό εξετάσεων. Η πρώτη ένδειξη μπορεί να προκύψει είτε από το Τεστ Παπανικολάου είτε κατά τη γυναικολογική εξέταση, ανάλογα με τη θέση και το μέγεθος της βλάβης ή την παρουσία συμπτωμάτων.
Εάν εντοπιστούν ύποπτα ευρήματα, το επόμενο βήμα είναι συνήθως η κολποσκόπηση, μια εξέταση όπου ο γιατρός εξετάζει προσεκτικά τον τράχηλο με ειδικό μικροσκόπιο και λαμβάνει στοχευμένη βιοψία από την περιοχή που χρειάζεται έλεγχο. Σε περιπτώσεις όπου η κολποσκόπηση δεν είναι ξεκάθαρη ή απαιτείται πιο ολοκληρωμένη διάγνωση, μπορεί να πραγματοποιηθεί κωνοειδής εκτομή, δηλαδή αφαίρεση ενός μικρού τμήματος του τραχηλικού ιστού για πλήρη ιστολογική ανάλυση.
Η εξέταση του ιστού στο εργαστήριο (ιστολογική ανάλυση) είναι πολύ σημαντική, καθώς επιβεβαιώνει αν υπάρχει καρκίνος και ποιος είναι ο τύπος του. Ο συχνότερος τύπος είναι το πλακώδες καρκίνωμα, ενώ το αδενοκαρκίνωμα αποτελεί επίσης σημαντικό ποσοστό. Σπανιότερα μπορεί να βρεθούν άλλοι τύποι, όπως μικροκυτταρικοί ή νευροενδοκρινικοί όγκοι.
Η έγκαιρη διάγνωση είναι καθοριστική για την επιτυχημένη θεραπεία, γι’ αυτό ο τακτικός προληπτικός έλεγχος και η παρακολούθηση από εξειδικευμένο γυναικολόγο ογκολόγο έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Σταδιοποίηση
Η σταδιοποίηση του καρκίνου τραχήλου της μήτρας αποτελεί κρίσιμη διαδικασία για την εκτίμηση της έκτασης της νόσου και την ορθή επιλογή θεραπευτικής στρατηγικής. Για να προσδιοριστεί με ακρίβεια το στάδιο, ο γυναικολόγος-ογκολόγος οφείλει να αξιολογήσει μια σειρά παραμέτρων, όπως:
- το μέγεθος του όγκου,
- η τοπική επέκταση σε παρακείμενους ιστούς (όπως τα παραμήτρια, ο κόλπος, η ουροδόχος κύστη ή το κατώτερο τμήμα του εντέρου),
- και η πιθανή ύπαρξη μεταστάσεων σε λεμφαδένες ή απομακρυσμένα όργανα, όπως οι πνεύμονες, το ήπαρ ή τα οστά.
Για τη συλλογή αυτών των πληροφοριών απαιτείται συνδυασμός κλινικών και απεικονιστικών εξετάσεων, μεταξύ των οποίων:
- Γυναικολογική εξέταση, η οποία περιλαμβάνει και δακτυλική εκτίμηση μέσω του ορθού.
- Μαγνητική τομογραφία (MRI) κάτω κοιλίας με χρήση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού, για λεπτομερή απεικόνιση της πυέλου.
- Αξονική τομογραφία θώρακα σε συνδυασμό με αξονική ή μαγνητική τομογραφία άνω κοιλίας με σκιαγραφικό, για την αναζήτηση απομακρυσμένων μεταστάσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET/CT).
- Κυστεοσκόπηση ή/και ορθοσκόπηση, όταν υπάρχουν υποψίες διήθησης των αντίστοιχων οργάνων.
- Επιπλέον εξετάσεις κατά την κρίση του θεράποντος ιατρού, ανάλογα με την κλινική εικόνα και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.
Η ολοκληρωμένη σταδιοποίηση καθορίζει τις θεραπευτικές επιλογές και συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόγνωση της ασθενούς.
Θεραπεία καρκίνου τραχήλου μήτρας σε πρώιμα στάδια
Στα πρώιμα στάδια του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, η θεραπεία είναι κυρίως χειρουργική και εξατομικεύεται με βάση το στάδιο της νόσου, τα ευρήματα του προεγχειρητικού ελέγχου και την επιθυμία της γυναίκας για μελλοντική εγκυμοσύνη. Η καθιερωμένη χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει ριζική υστερεκτομή, κατά την οποία αφαιρούνται η μήτρα και ο τράχηλος, οι γύρω υποστηρικτικοί ιστοί (παραμήτρια) καθώς και το ανώτερο τμήμα του κόλπου. Σε πολύ αρχικά στάδια, μπορεί να εφαρμοστεί κωνοειδής εκτομή του τραχήλου με υγιή όρια ή, εναλλακτικά, ολική υστερεκτομή χωρίς αφαίρεση των παραμητρίων και του ανώτερου τμήματος του κόλπου, επιλογές αποτελεσματικές και λιγότερο εκτεταμένες. Επιπλέον, η αφαίρεση των ωοθηκών δεν είναι συνήθως απαραίτητη – ιδίως στον πλακώδη τύπο καρκίνου – επιτρέποντας σε νεότερες γυναίκες να αποφύγουν την πρόωρη εμμηνόπαυση.
Χειρουργικές Τεχνικές: Ανοιχτή vs Λαπαροσκοπική/Ρομποτική Χειρουργική
Στο παρελθόν, η λαπαροσκοπική ή ρομποτική ριζική υστερεκτομή αποτελούσε συχνή επιλογή για τη θεραπεία του πρώιμου καρκίνου τραχήλου της μήτρας, χάρη στα πλεονεκτήματά της, όπως μικρότερη απώλεια αίματος, ταχύτερη ανάρρωση και σύντομη νοσηλεία στο νοσοκομείο. Τα τελευταία χρόνια όμως, νέες επιστημονικές μελέτες ανέδειξαν σημαντικά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια αυτής της προσέγγισης.
Η μελέτη LACC (Laparoscopic Approach to Cervical Cancer, 2018) έδειξε ότι η ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση (λαπαροσκοπική ριζική υστερεκτομή) συνδέθηκε με χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης χωρίς υποτροπή και χειρότερη συνολική επιβίωση, σε σύγκριση με την ανοιχτή χειρουργική μέθοδο, σε γυναίκες με πρώιμο διηθητικό καρκίνο τραχήλου μήτρας.
Για τον λόγο αυτό, οι διεθνείς επιστημονικές εταιρείες και η ογκολογική κοινότητα συστήνουν πλέον, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, η ανοικτή ριζική υστερεκτομή (λαπαροτομία) να αποτελεί την προτιμώμενη χειρουργική επιλογή για τα πρώιμα διηθητικά στάδια καρκίνου τραχήλου της μήτρας. Η σύσταση αυτή εφαρμόζεται μέχρι να υπάρξουν νέα, ισχυρά επιστημονικά δεδομένα που να υποστηρίζουν εκ νέου την ασφάλεια της ελάχιστα επεμβατικής προσέγγισης σε αυτή την κατηγορία ασθενών.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική δεν έχει αποκλειστεί συνολικά. Σε πολύ αρχικά στάδια (όπου η ολική υστερεκτομή αρκεί ως θεραπεία, χωρίς ανάγκη για ριζική υστερεκτομή), η λαπαροσκοπική ή ρομποτική μέθοδος εξακολουθεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς παραμένει ασφαλής και αποτελεσματική επιλογή, με εξαιρετικά μετεγχειρητικά αποτελέσματα.
Ρόλος της λεμφαδενικής σταδιοποίησης στον καρκίνο τραχήλου μήτρας
Σε σχεδόν όλα τα στάδια του καρκίνου τραχήλου της μήτρας , εκτός από πολύ πρώιμα στάδια χωρίς ενδείξεις λεμφαγγειακής ή αγγειακής διήθησης (LVI), η λεμφαδενική διερεύνηση αποτελεί βασικό σκέλος της χειρουργικής σταδιοποίησης και μπορεί να γίνει με ασφάλεια λαπαροσκοπικά.
Η σωστή αξιολόγηση των λεμφαδένων είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς από αυτήν εξαρτάται η επιλογή της σωστής θεραπευτικής αντιμετώπισης. Εάν διαπιστωθεί ότι ο καρκίνος έχει επεκταθεί στους λεμφαδένες, η χειρουργική επέμβαση δεν ωφελεί. Αντίθετα, μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη της θεραπείας που πραγματικά χρειάζεται η ασθενής, δηλαδή τη συνδυαστική χημειο-ακτινοθεραπεία, και η καθυστέρηση αυτή έχει συσχετιστεί με χειρότερα προγνωστικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, η λεμφαδενική σταδιοποίηση είναι απαραίτητη για τον ακριβή καθορισμό των ακτινοθεραπευτικών πεδίων. Η έλλειψη αυτής της πληροφορίας μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή ακτινοθεραπεία, μειώνοντας τον έλεγχο της νόσου τόσο τοπικά όσο και συστηματικά.
Η τεχνική του λεμφαδένα φρουρού (Sentinel Lymph Node Biopsy)
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις, η λεμφαδενική σταδιοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί συμπληρωματικά ή εξ ολοκλήρου με τη βιοψία του λεμφαδένα φρουρού, μια τεχνική υψηλής αξιοπιστίας που εστιάζει στον πρώτο λεμφαδένα που δέχεται λέμφο από τον όγκο, και άρα είναι ο πιο πιθανός να εμφανίσει πρώιμη μετάσταση. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει την αποφυγή εκτεταμένης λεμφαδενεκτομής, περιορίζοντας σημαντικά τον κίνδυνο επιπλοκών όπως λεμφοίδημα, νευρικές κακώσεις και αιμορραγίες, ενώ παράλληλα παρέχει κρίσιμες πληροφορίες για τη σταδιοποίηση και τον σχεδιασμό της θεραπείας.
Ο Γυναικολόγος Ογκολόγος μαζί με τον Ογκολόγο Παθολόγο και τον Ακτινοθεραπευτή είναι οι ειδικοί που θα αποφασίσουν για την θεραπεία σας.
Ο ιατρός κ. Ευστράτιος Μοσχίδης είναι πιστοποιημένος Γυναικολόγος Ογκολόγος και κατέχει την Υποειδικότητα της Γυναικολογικής Ογκολογίας. Η εξειδίκευσή του έλαβε μέρος μεταξύ άλλων στην παγκοσμίου φήμης γυναικολογική ογκολογική κλινική Kliniken Essen Mitte στην πόλη Essen της Γερμανίας.
Ευστράτιος Α. Μοσχίδης MD
🩺 Μετεκπαιδευθείς στη Γερμανία επί 14ετίας.
🩺 Γυναικολόγος Χειρουργός-Ογκολόγος στην Κλινική Άγιος Λουκάς
🩺 τ. Αν. Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής Ακαδημαϊκού Νοσοκομείου Soest (Πανεπιστημίου Münster Γερμανίας)
Δεύτερη Γνώμη
Επισκεφτήκατε άλλο γιατρό και προβληματίζεστε τι να κάνετε; Ζητήστε μας μια δεύτερη γνώμη!...

